- εὐνάοντος
- εὐνάωνfair-flowingmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευνάων — εὐνάων, ουσα, ον (Α) 1. αυτός που ρέει καλά 2. ο υγρός («ἀπ᾿ εὐνάοντος οὐρανοῡ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νάων (μτχ. ενεστ. τού ρ. νάω «ρέω»)] … Dictionary of Greek